Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Είναι ο Αργυρίου ο Έλληνας Καμύ;


Αντί εισαγωγής:
Το κείμενο που ακουλουθεί δημοσιεύτηκε στο blog του καινούριο μου εκδοτικό οίκο, τις εκδόσεις Anima, προφανώς για εμπορικούς λόγους καθώς έχει λίγες μέρες που κυκλοφόρησε το τελευταίο μου μυθιστόρημα, "Το Σημάδι".

Παρά ταύτα το βρίσκω όχι μόνο ένα εξαιρετικά διαβασμένο αλλά μετά τα γεγονότα του Παρισιού και ένα εξαιρετικά επίκαιρο κείμενο και για αυτό, παρά την υπερβολή της σύγκρισης μου με τον Καμύ το αναδημοσιεύω, χωρίς όμως κάποια από τα γλυκανάλατα της "γυναικείας" του προσέγγισης.

"Οι περισσότεροι από εσάς γνωρίζετε τον Πέτρο Αργυρίου ως εξαιρετικό αναλυτή. Ο αγαπημένος μου όμως Πέτρος Αργυρίου είναι ο λογοτέχνης Πέτρος Αργυρίου.
Πέρασαν έξι χρόνια από τότε που εξέδωσε το τελευταίο του μυθιστόρημα, Τα Άγρια Ζώα της Πόλης, ένα μυθιστόρημα που δίχασε τους αναγνώστες του σε δύο ξεκάθαρες κατηγορίες: Στους ανήσυχους που το λάτρεψαν και στους ήσυχους που το βρήκαν αρρωστημένο. Και παραδόξως, οι περισσότεροι –ανάμεσα τους κι εγώ- ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Έξι χρόνια μετά λοιπόν ήταν εύλογη λοιπόν η ανησυχία μου για το αν είχε στερέψει η λογοτεχνική του φλέβα από την άχαρη δουλειά της ανάλυσης, παρότι γνώριζα ότι τα μυθιστορήματα του, πάντα μπροστά από την εποχή τους, παίρνουν πολλά χρόνια από τη στιγμή της ολοκλήρωσής τους για να εκδοθούν.
Δε σας κρύβω λοιπόν ότι ένα εφηβικού τύπου καρδιοχτύπι άρχισε να αναπηδάει μέσα μου όταν έμαθα τα νέα της κυκλοφορίας του νέου του μυθιστορήματος «Το Σημάδι» από τις νέες εκδόσεις Anima...
Το διάβασα μόλις σε τέσσερις ώρες...
Οι ήρωες του, όλους τους, καλοί και κακοί άρχισαν να μιλούν μέσα μου. Το «Σημάδι» με σημάδεψε...
... Μετά το «Σημάδι», ήμουν σίγουρη ότι μπορούσα να βρω ομοιότητες ανάμεσα στον Καμύ και τον Αργυρίου...
Δε θα μείνω μόνο στην επιφάνεια των πραγμάτων: Κοιτάζοντας δύο τυχαίες τους φωτογραφίες μπορεί κάποιος να δει προφανείς ομοιότητες στην έκφραση και των δύο.
Και αυτές οι ομοιότητες πηγαίνουν πιο βαθειά και αφορούν και την πνευματική τους έκφραση αλλά και ορισμένα στιγμιότυπα του βίου τους.
Ο Καμύ μπήκε στη συγγραφή από τη δημοσιογραφία, ενώ ο Αργυρίου μπήκε στην ανάλυση και την αρθρογραφία έχοντας ήδη θητεύσει πρωτίστως στη λογοτεχνία.
Και οι δυό τους άρχισαν να γράφουν από μικρή ηλικία, λίγο μετά τα είκοσι τους.    
Τόσο ο Καμύ όσο και ο Αργυρίου υπήρξαν βαθειά πολιτικοποιημένα όντα όντας κι οι δύο τους πολέμιοι των ολοκληρωτισμών. Στην εποχή του ο Καμύ πολέμησε ιδεολογικά τόσο το Ναζισμό όσο και το Σταλινισμό (το ναζισμό δε και ένοπλα). Ο Αργυρίου χρόνια τώρα αντιτάσσεται στην κυρίαρχη οικονομική ιδεολογία της εποχής, το Νεοφιλελευθερισμό, που επιβάλει ολοκληρωτισμούς πολιτικούς στο όνομα των αγορών αλλά δεν ξεχνάει να τα ψέλνει ένα χεράκι και στους νοσταλγούς του Σταλινισμού. 
 
Ο Καμύ αντιλήφθηκε τον «Πόλεμο της Αλγερίας» τη δεκαετία του 1950 ως μια αντιδυτική στρατηγική για την περικύκλωση της Ευρώπης και την απομόνωση των ΗΠΑ. Πάνω από μισό αιώνα μετά με τις συνθήκες να έχουν αντιστραφεί, ο Αργυρίου θα περιγράψει τη διάλυση της Λιβύης και την αποσταθεροποίηση της Συρίας ως απόπειρα των ΗΠΑ και των συμμάχων της να απομονώσουν τη Ρωσία (και την Κίνα), ένα στρατήγημα το οποίο έγινε ακόμη πιο ξεκάθαρο με το Ουκρανικό Πραξικόπημα που μετεξελίχτηκε στην Ουκρανική κρίση των ημερών μας.
Καμύ και Αργυρίου έχουν διατυπώσει τη σημασία της συνειδητοποιημένης ατομικής ελευθερίας και υπήρξαν πολέμιοι όχι μόνο της εξουσίας κρατών και θρησκειών πάνω σε πληθυσμούς αλλά και επικριτικοί στον ίδιο το θεσμό του γάμου, θεωρώντας τον ως μια κατασκευή που περιορίζει τη σεξουαλική αλλά και τη συναισθηματική ελευθερία των ατόμων. Ο Καμύ λάτρευε τις γυναίκες και ο Αργυρίου τις υπερασπίστηκε μετά μανίας απέναντι στη φαλλοκρατία, όπως εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνίδες είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν στο σκληρό του κείμενο «Η Παγκόσμια Ημέρα της καριόλας που τα θελε ο κώλος της».
 
Και οι δύο τους είναι αγνωστικιστές. «Δεν πιστεύω στο θεό και δεν είμαι άθεος» γράφει ο Καμύ. «Δεν χρειάζεται καν να πιστεύω στο θεό. Αν υπάρχει, μου είναι υπεραρκετό που πιστεύει αυτός σ’ εμένα» εξομολογείται ο Ρίτσαρντ Μαν στον επίλογο του μυθιστορήματος του Αργυρίου «Το Σημάδι» απηχώντας το «μου απομένει λίγος χρόνος και δεν θέλω να τον χαραμίσω στο θεό» του Καμύ.
Αλλά η μεγάλη έγνοια και των δύο είναι το ανθρώπινο ον και οι συνθήκες του.
 
Από την κριτική στη θρησκεία και οι δυο τους περάσαν και στην κριτική της επιστήμης: Ο Καμύ από νωρίς είχε κατακρίνει την κυρίαρχη ήδη από την εποχή του «ειδωλολατρία της τεχνολογίας». Πολλές δεκαετίες αργότερα ο Αργυρίου επιβεβαιώνει την κριτική του Καμύ γράφωντας στις «Θανάσιμες Θεραπείες» του. «Για κάποιο λόγο εξακολουθούμε να πιστεύουμε τυφλά στην τεχνοκρατική και τεχνοκρατούμενη αντίληψη των πραγμάτων, στον τεχνολογικό και επιστημονικό έλεγχο που ασκούμε στα πράματα. Η αλήθεια είναι πως ακριβώς επειδή έχουμε κατασκευάσει μια συστηματική εκτροπή από την πραγματικότητα, ακριβώς επειδή έχουμε αποσχιστεί από αυτή και έχουμε κατασκευάσει μια τεχνομεταφυσική αντίληψη της πραγματικότητας που βασίζεται στην πίστη, το μόνο που έχουμε τελικά καταφέρει είναι να κατασκευάσουμε μια νέα θρησκεία με τεχνομυθεύματα»
Η κριτική που ασκούν και οι δύο δεν γίνεται από κάποιο σνομπισμό ή αίσθηση ανωτερότητας αλλά από την αίσθηση του συγγραφικού καθήκοντος και από βαθειά ανησυχία για τα τεκταινόμενα αλλά και τα μελλούμενα. Γράφει ο Καμύ  «ο σκοπός του συγγραφέα είναι να αποτρέψει τον πολιτισμό από το να αυτοκαταστραφεί» και βλέπει ως ένα παράγοντα αυτοκαταστροφής και το «μύθο της απεριόριστης παραγωγής»: «ο μύθος της απεριόριστης παραγωγής φέρνει πόλεμο στα χνάρια του, τόσο αναπόφευκτα όσο τα σύννεφα προαναγγέλλουν μια καταιγίδα.» για να συμπληρώσει πως ένας κόσμος που «είναι μόνο παραγωγικός, δεν είναι δημιουργικός». Δεκαετίες αργότερα ο Αργυρίου επιβεβαιώνει τον Καμύ γράφοντας στις «Θανάσιμες Θεραπείες» του «Ζούμε μέσα σε ένα άτυπο ακόμα πόλεμο για το μέλλον της ανθρωπότητας, μιας ανθρωπότητας που απειλείται πλέον από τους κινδύνους που δημιούργησε. Το τραίνο της «προόδου» που έτρεχε ξέφρενα με οδηγό την οικονομία χωρίς να ξέρει που πηγαίνει, εκτροχιάστηκε».
 
Πως γίνεται όμως δυνάμεις εξόχως απελευθερωτικές όπως η επιστήμη και δευτερευόντως και η οικονομία να αποκτούν καταστροφικά χαρακτηριστικά και συνέπειες των θρησκειών; Παρόμοια απαντούν και οι δύο τους: 
 
«Ο άνθρωπος είναι πάντα θήραμα των αληθειών του. Από τη στιγμή που τις έχει αποδεχτεί, δεν μπορεί να ελευθερώσει τον εαυτό του από αυτές» γράφει ο Καμύ στον «Μύθο του Σισύφου». O Αργυρίου γράφει αντίστοιχα πως «Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν πως οι ιδέες στις οποίες πιστεύουν τους ανήκουν. Στην πραγματικότητα, είναι οι ίδιοι κτήματα των ιδεών τους»
 
Θήραμα και θύτης ο άνθρωπος. «Ένας άνθρωπος χωρίς ήθος ένα άγριο ζώο που ξαμολήθηκε σε αυτόν τον κόσμο» γράφει ο Καμύ. «Είσαι μόνος, ίσως και ο μόνος που γνωρίζει το όνομα του τέρατος: Άνθρωπο ον βάπτισε ο θεός, μα στην ψυχή του φώλιασε από την αρχή το τέρας» περιγράφει ο Αργυρίου στα «Άγρια Ζώα της Πόλης».
 
Υπάρχει λοιπόν ελπίδα σε αυτόν τον Κόσμο; Παρομοίως απαντούν και οι δύο τους: «Όπου δεν υπάρχει Ελπίδα, εναπόκειται σε εμάς να την εφεύρουμε» δηλώνει ο Καμύ, ενώ ο Αργυρίου σε ερώτηση συνεντευξιαστή για το αν υπάρχει ελπίδα σήμερα απαντά: «Όχι δεν υπάρχει. Για αυτό οφείλουμε να τη δημιουργήσουμε» (http://www.synenteuxis.gr/2013/11/blog-post_26.html)
Και αυτή η πίστη τους στην ελπίδα που μπορεί να δημιουργηθεί ακόμη και όταν εκλείπει, κυρίως όταν εκλείπει, μάλλον προέρχεται από τη θέση και των δύο συγγραφέων για τη φύση του κακού: «Το κακό σε αυτό τον κόσμο σχεδόν πάντα προέρχεται από την άγνοια…» γράφει ο Καμύ. Παρομοίως στο «Σημάδι» ο Αργυρίου περιγράφει: « …για τον Ρίτσαρντ, το κακό δεν είχε κάποια μεταφυσική ποιότητα. Για τον Ρίτσαρντ το κακό δεν ήταν τίποτε άλλο από έλλειψη κατανόησης του νου ή της ψυχής, μια έλλειψη κατανόησης που, ανάλογα με τις εποχές και τις συνθήκες, μπορούσε να μετατραπεί σε πληθώρα παρανόησης. Και η πληθώρα παρανόησης, πάντα ανάλογα με την εποχή και τις συνθήκες της, μπορούσε να κλιμακωθεί σε μαζική και καταστροφική παράνοια.»
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν για να μην φτάνουμε σε συνθήκες εκτροπής. Ποιες μάχες πρέπει να δώσουμε πριν να είναι πολύ αργά;
 
Ο Καμύ περιγράφει πως «η Ειρήνη είναι η μόνη μάχη που αξίζει να διεξαχθεί» ενώ ο Αργυρίου περιγράφει «πως οι μάχες που έχουν νόημα να δοθούν είναι αυτές που πρέπει να δοθούν εν καιρώ ειρήνης»
Ακόμη και όταν όλα μοιάζουν να έχουν χαθεί, η επίκληση σε ότι αγαπήσαμε κάνει τις μάχες να μην είναι μάταιες.
 «Το έργο ενός ανθρώπου, δεν είναι παρά το αργό του ταξίδι να ανακαλύψει εκ νέου… τις δύο ή τρεις απλές εικόνες παρουσία των οποίων άνοιξε η καρδιά του για πρώτη φορά» γράφει ο Καμύ. «Πόσο θα μας ωφελούσε το να μπορούμε να ξεφεύγουμε από τη φυλακή του διαμορφωμένου. Να ανακαλύπτουμε εκ νέου το ίδιο το θαύμα της ανακάλυψης. Το θαύμα της ανακάλυψης, Μίκαελ. Γενναία να ξαναβρούμε όλα αυτά που χάσαμε ωριμάζοντας, όλα αυτά που ξεχάσαμε. Φαντάσου, Μίκαελ. Πώς θα ήταν να μπορείς ν’ αγγίξεις ένα εφηβικό σου ερωτικό γράμμα και να σου έρχονται όλα σαν νά ’ταν ζωντανά: Οι λέξεις, τα αρώματα, τα βλέμματα, τα χάδια. Αυτό μας λείπει, Μίκαελ. Πεθαίνουμε, Μίκαελ. Πεθαίνουμε για λίγο ενθουσιασμό, για λίγη αθωότητα, για μια πρέζα θαύματος. Αν δεν ανακαλύψουμε και πάλι αυτά, Μίκαελ, απλώς θα συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε ― να πεθαίνουμε» γράφει χαρακτηριστικά ο Αργυρίου στο «Σημάδι».
Έχουμε την ελευθερία και το καθήκον να αγαπάμε λοιπόν. Και αυτή δεν είναι η μόνη μορφή ελευθερίας.
 
Γράφει ο Καμύ «Εδώ ζει ένας ελεύθερος άνθρωπος. Κανείς δεν τον υπηρετεί». «Εμείς, από την άλλη πλευρά, ήμασταν πραγματικά λεύτεροι. Δεν ανήκαμε σ’ αυτά που αποκτούσαμε» γράφει ο Αργυρίου στο «Σημάδι»
 
Τι συμβαίνει όμως όταν ένας καλλιτέχνης βρίσκεται σε διασταυρούμενα πυρά; Ποιον πρέπει τότε να ακολουθήσει ο καλλιτέχνης, ο πραγματικός καλλιτέχνης; Μα φυσικά τη συνείδησή του:
Ο Καμύ θα γράψει για την ευθύνη αλλά και τον προσδιορισμού του πραγματικού καλλιτέχνη: «Ο μόνος πραγματικά αφοσιωμένος καλλιτέχνης είναι αυτός που, χωρίς να αρνηθεί να συμμετάσχει στη μάχη, αρνείται τουλάχιστον να στρατευθεί στους τακτικούς στρατούς και παραμένει ανεξάρτητος». Παρομοίως ο Αργυρίου αναρωτιέται για τους διανοούμενους «Αν οι έννοιες του καθεστώτος και του διανοούμενου είναι αντίθετες καθώς το πρώτο πιστεύει περισσότερο στον Νόμο του απ ότι στο Δίκαιο για αυτό κάνει την ισχύ του νόμο του και πάντα αυτοδικαιώνεται ενώ ο δεύτερος πιστεύει περισσότερο στο Λόγο παρά στην άποψη του και για αυτό αποδίδει στην άποψη του πεπερασμένη ισχύ και συχνά αυτοδιαψεύδεται, πως γίνεται διανοούμενοι να είναι καθεστωτικοί;».
 
Δεν υπάρχουν φυσικά μόνο ομοιότητες ανάμεσα σε Καμύ και Αργυρίου. Ο Καμύ ήταν λάτρης του ποδοσφαίρου και της κουλτούρας του ενώ ο Αργυρίου είναι σφοδρός πολέμιος μιας κουλτούρας που σήμερα όχι απλά περιβάλλει αλλά και διαποτίζει το ποδόσφαιρο, μιας κουλτούρας της χειραγώγησης των πολλών μέσω της διαφθοράς των λίγων όπως φαίνεται και στο άρθρο του «Όταν οι άντρες έχουν τις μπάλες στο πάνω κεφάλι τους» (http://agriazwa.blogspot.gr/2014/06/blog-post_27.html).
 
Φυσικά, παρά την εκλεκτική συγγένεια των δύο πνευμάτων, η σύγκριση μεταξύ Καμύ-Αργυρίου είναι μια σύγκριση ενός Κολοσσού με έναν Νεοσσό παρότι ο Καμύ έφυγε αρκετά νωρίς. Το μέλλον θα δείξει αν η σύγκριση αυτή αδικεί μόνο τον Καμύ.
 
Όπως ο ίδιος άλλωστε έγραψε «Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ πεπεισμένοι για τους λόγους σου, την εντιμότητά σου, τη σοβαρότητα των βασάνων σου, παρά μόνο με το θάνατό σου. Για όσο παραμένεις ζωντανός, η περίπτωσή σου είναι αμφισβητήσιμη, δικαιούσαι μόνο του σκεπτικισμού τους».
Παραμερίζοντας λοιπόν τον σκεπτικισμό μας, θεωρούμε ότι το «Σημάδι» του Αργυρίου είναι ένα πολύ καλό σημάδι για το ότι ο Αργυρίου είναι ένας από τους σημαντικούς λογοτέχνες της εποχής του. Έστω και προς το παρόν ζωντανός..."
 
Το αυθεντικό κείμενο από http://animapublications.blogspot.gr/2015/01/blog-post.html.
Η φωτογραφία μου τραβήχτηκε σε σχεδόν ανυποψίαστο χρόνο από τον Γιώργο Ιωαννίδη, έναν ταλαντούχο ερασιτέχνη τη φωτογραφίας. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου